- διαζωγραφῶ
- διαζωγραφέωpaint in divers colourspres subj act 1st sg (attic epic doric)διαζωγραφέωpaint in divers colourspres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαζωγραφώ — έω, Α ζωγραφίζω, απεικονίζω, αναπαριστώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαζωγραφῶ «ζωγραφίζω»] … Dictionary of Greek